κρηνηνδε

κρηνηνδε
    κρήνηνδε
    κρήνην-δε
    adv. к источнику
    

(ἔρχεσθαι Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κρηνηνδε" в других словарях:

  • κρήνηνδε — (Α) επίρρ. στην πηγή («ταὶ δὲ μεθ ὕδωρ ἔρχεσθε κρήνηνδε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνην + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. οίκα δε, πόλιν δε)] …   Dictionary of Greek

  • κρήνηνδε — to a well indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»